طمر
Αραβικά (ar)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαطمر (طَمَرَ) (ar) (tamara)
Ρήμα
επεξεργασίαطمر (طَمِرَ) (ar) (tamira)
Ετυμολογία
επεξεργασία- طمر < κληρονομημένο από την παλαιά τουρκική [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαطمر (damar)
- (ανατομία) αιμοφόρο αγγείο, φλέβα
- οτιδήποτε μοιάζει ή έχει σχήμα παρόμοιο με της φλέβας
- (μεταφορικά) ιδιαίτερο γνώρισμα του χαρακτήρα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασίαطمر (οθωμανικά τουρκικά)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1245 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).