πετυχημένα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πετυχημένα < πετυχημένος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίαπετυχημένα
- με πετυχημένο τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία πετυχημένα
|
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπετυχημένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πετυχημένος