ανεξαρτήτως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεξαρτήτως < ανεξάρτητ(ος) + -ως
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ne.ksaɾ.tiˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐ξαρ‐τή‐τως
Επίρρημα επεξεργασία
ανεξαρτήτως
- (+ γενική πτώση) ανεξάρτητα
- ↪ συμμετέχουν όλοι, ανεξαρτήτως ηλικίας
- ↪ συμμετέχουν όλοι, ανεξάρτητα από την ηλικία τους
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεξαρτήτως
|