• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ruch

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Πολωνικά (pl)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις

Πολωνικά (pl) Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ruch (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ruch (pl) αρσενικό

  1. η κίνηση
  2. (πολιτική) η κίνηση, το κίνημα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • bezruch
  • nieruchomość
  • poruszać
  • poruszyć
  • rozruch
  • rozruszanie
  • rozruszać
  • ruchacz
  • ruchanie
  • ruchawka
  • ruchać
  • ruchliwie
  • ruchliwość
  • ruchliwy
  • ruchomo
  • ruchomość
  • ruchomy
  • ruchowo
  • ruchowy
  • ruszanie
  • ruszać
  • ruszenie
  • ruszyć
  • wyruszać
  • wyruszyć
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ruch&oldid=4083166"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Σεπτεμβρίου 2019, στις 19:21

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Σεπτεμβρίου 2019, στις 19:21.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie