ενικός         πληθυντικός  
movement movements

  Ετυμολογία

επεξεργασία
movement < move + -ment

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

movement (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κίνηση, η ενέργεια του να κινώ το σώμα ή μέρος του σώματος
    ⮡  Frequent repetition of the same movements every day causes boredom in the automotive industry workers.
    Η συχνή επανάληψη των ίδιων κάθε μέρα κινήσεων προξενεί ανία στους εργαζομένους της βιομηχανίας αυτοκινήτων.
  2. το κίνημα, μια ομάδα ανθρώπων που μοιράζονται τις ίδιες ιδέες ή στόχους
    ⮡  the labor movement : το εργατικό κίνημα
    ⮡  She’s actively participating in the ecological movement.
    Συμμετέχει ενεργά στο οικολογικό κίνημα.
  3. (μετρήσιμο, μουσική) το μέρος, οποιοδήποτε από τα κύρια μέρη στα οποία χωρίζεται ένα μεγάλο μουσικό έργο
    ⮡  A symphony usually has four movements.
    Μια συμφωνία έχει συνήθως τέσσερα μέρη.
  4. (μετρήσιμο, ωρολογοποιία) ο μηχανισμός του ρολογιού
    ⮡  This watch has a Japanese movement.
    Αυτό το ρολόι έχει γιαπωνέζικο μηχανισμό (δηλ. ιαπωνικής κατασκευής)
    συντομογραφία: mvt / MVT