ανακίνηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανακίνηση | οι | ανακινήσεις |
γενική | της | ανακίνησης* | των | ανακινήσεων |
αιτιατική | την | ανακίνηση | τις | ανακινήσεις |
κλητική | ανακίνηση | ανακινήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακινήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανακίνηση < αρχαία ελληνική ἀνακίνησις < ἀνακινώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανακίνηση θηλυκό (ο πληθυντικός αδόκιμος)
- η επαναφορά στην επιφάνεια ενός ζητήματος που κάποιοι θέλουν να θεωρείται λυμένο, κλειστό, οριστικά λυμένο και κάποιοι άλλοι το θέτουν ως ανοιχτή πληγή
- Κανείς δεν θέλει την ανακίνηση εδαφικών διεκδικήσεων στα Βαλκάνια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανακίνηση
|