toward
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πρόθεση επεξεργασία
toward (en) (αμερικανικά αγγλικά) & towards (βρετανικά αγγλικά)
- προς, προς το μέρος, προς την κατεύθυνση κάποιου ή κάτι
- προς, κοντά, πλησιάζοντας σε ένα χρονικό σημείο
- ↪ toward the end of the war - προς το τέλος του πολέμου
- ↪ Towards noon it began raining.
- Κοντά μεσημέρι άρχισε να βρέχει.
- προς, απέναντι σε, δηλώνει σχέση
- ↪ his attitude toward me - η στάση προς εμένα
- ↪ You can easily see the hostility of the residents toward the tourists.
- Εύκολα διέκρινες την εχθρική διάθεση των κατοίκων απέναντι στους τουρίστες.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- toward - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 463, 744. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοντά, προς