Ετυμολογία

επεξεργασία
for the worse <  δείτε τις λέξεις for, the και worse

for the worse (en)

  • (ιδιωματισμός) προς το χειρότερο, ένα πρόσωπο, πράγμα, κατάσταση κτλ. γίνεται χειρότερο από πριν
          His situation changed for the worse.
    Η κατάστασή του γύρισε προς το χειρότερο.
     αντώνυμα: for the better