Ετυμολογία

επεξεργασία
for the sake of < → δείτε τις λέξεις for, the, sake και of

  Έκφραση

επεξεργασία

for the sake of (en) (ιδιωματισμός)

  1. για χάρη μου, κάνω κάτι για να βοηθήσω κάποιον ή κάτι ή επειδή μου αρέσει κάποιος ή κάτι
    ⮡  Do it for my sake.
    Κάμε το για χάρη μου.
    ⮡  He did it for you, for you sake.
    Tο έκανε για σένα, για χάρη σου.
    ⮡  I will do anything for your sake.
    Για χάρη σου θα κάνω οτιδήποτε.
    ⮡  He sacrificed himself for the sake of of the country.
    Θυσιάστηκε για χάρη της πατρίδας.
  2. για χάρη του κάτι, κάνω κάτι για να πάρω ή να κρατήσω κάτι
    ⮡  for the sake of truth/justice - για χάρη της αλήθειας/της δικαιοσύνης