Ετυμολογία

επεξεργασία
for the sake of it < → δείτε τις λέξεις for, the, sake, of και it

  Έκφραση

επεξεργασία

for the sake of it (en)

  • (ιδιωματισμός) μόνο και μόνο, χωρίς ιδιαίτερο λόγο
    ⮡  He argues for the sake of it.
    Φέρνει αντιρρήσεις μόνο και μόνο για να συζητάει.

Άλλες μορφές

επεξεργασία