γαστροσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γαστροσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική): ειδική συσκευή, - ενδοσκόπιο -, με την οποία επιχειρείται η γαστροσκόπηση
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γαστροσκόπιο
|
γαστροσκόπιο ουδέτερο
|