Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαπερασμένος η διαπερασμένη το διαπερασμένο
      γενική του διαπερασμένου της διαπερασμένης του διαπερασμένου
    αιτιατική τον διαπερασμένο τη διαπερασμένη το διαπερασμένο
     κλητική διαπερασμένε διαπερασμένη διαπερασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαπερασμένοι οι διαπερασμένες τα διαπερασμένα
      γενική των διαπερασμένων των διαπερασμένων των διαπερασμένων
    αιτιατική τους διαπερασμένους τις διαπερασμένες τα διαπερασμένα
     κλητική διαπερασμένοι διαπερασμένες διαπερασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαπερασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαπερνώ

  Μετοχή επεξεργασία

διαπερασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία