Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαπεραιώνω < (ελληνιστική κοινήδιαπεραιόω / διαπεραιῶ < αρχαία ελληνική περαιόω / περαιῶ < πέρας

  Ρήμα επεξεργασία

διαπεραιώνω (παθητική φωνή: διαπεραιώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία