διαπεραίωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαπεραίωση | οι | διαπεραιώσεις |
γενική | της | διαπεραίωσης* | των | διαπεραιώσεων |
αιτιατική | τη | διαπεραίωση | τις | διαπεραιώσεις |
κλητική | διαπεραίωση | διαπεραιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαπεραιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαπεραίωση < (ελληνιστική κοινή) διαπεραίωσις < αρχαία ελληνική διαπεραιόω / διαπεραιῶ < περαιόω / περαιῶ < πέρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαπεραίωση θηλυκό
- (λόγιο) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαπεραιώνω, η μεταφορά / το πέρασμα στην απέναντι ακτή ή όχθη
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις διαπεραιώνω, περαιώνω και πέρας