περαιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περαιώνω < αρχαία ελληνική περαιόω / περαιῶ < πέρας
Ρήμα
επεξεργασίαπεραιώνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περαιώνω | περαίωνα | θα περαιώνω | να περαιώνω | περαιώνοντας | |
β' ενικ. | περαιώνεις | περαίωνες | θα περαιώνεις | να περαιώνεις | περαίωνε | |
γ' ενικ. | περαιώνει | περαίωνε | θα περαιώνει | να περαιώνει | ||
α' πληθ. | περαιώνουμε | περαιώναμε | θα περαιώνουμε | να περαιώνουμε | ||
β' πληθ. | περαιώνετε | περαιώνατε | θα περαιώνετε | να περαιώνετε | περαιώνετε | |
γ' πληθ. | περαιώνουν(ε) | περαίωναν περαιώναν(ε) |
θα περαιώνουν(ε) | να περαιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περαίωσα | θα περαιώσω | να περαιώσω | περαιώσει | ||
β' ενικ. | περαίωσες | θα περαιώσεις | να περαιώσεις | περαίωσε | ||
γ' ενικ. | περαίωσε | θα περαιώσει | να περαιώσει | |||
α' πληθ. | περαιώσαμε | θα περαιώσουμε | να περαιώσουμε | |||
β' πληθ. | περαιώσατε | θα περαιώσετε | να περαιώσετε | περαιώστε | ||
γ' πληθ. | περαίωσαν περαιώσαν(ε) |
θα περαιώσουν(ε) | να περαιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω περαιώσει | είχα περαιώσει | θα έχω περαιώσει | να έχω περαιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις περαιώσει | είχες περαιώσει | θα έχεις περαιώσει | να έχεις περαιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει περαιώσει | είχε περαιώσει | θα έχει περαιώσει | να έχει περαιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε περαιώσει | είχαμε περαιώσει | θα έχουμε περαιώσει | να έχουμε περαιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε περαιώσει | είχατε περαιώσει | θα έχετε περαιώσει | να έχετε περαιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν περαιώσει | είχαν περαιώσει | θα έχουν περαιώσει | να έχουν περαιώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία περαιώνω
|