ξαναπερνώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξαναπερνώ
- περνώ ξανά
- δεν είναι ακόμα εδώ, ξαναπέρασε αν θες σε μισή ώρα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαναπερνάω - ξαναπερνώ | ξαναπερνούσα | θα ξαναπερνάω - ξαναπερνώ | να ξαναπερνάω - ξαναπερνώ | ξαναπερνώντας | |
β' ενικ. | ξαναπερνάς | ξαναπερνούσες | θα ξαναπερνάς | να ξαναπερνάς | ξαναπέρνα - ξαναπέρναγε | |
γ' ενικ. | ξαναπερνάει - ξαναπερνά | ξαναπερνούσε | θα ξαναπερνάει - ξαναπερνά | να ξαναπερνάει - ξαναπερνά | ||
α' πληθ. | ξαναπερνάμε - ξαναπερνούμε | ξαναπερνούσαμε | θα ξαναπερνάμε - ξαναπερνούμε | να ξαναπερνάμε - ξαναπερνούμε | ||
β' πληθ. | ξαναπερνάτε | ξαναπερνούσατε | θα ξαναπερνάτε | να ξαναπερνάτε | ξαναπερνάτε | |
γ' πληθ. | ξαναπερνάν(ε) - ξαναπερνούν(ε) | ξαναπερνούσαν(ε) | θα ξαναπερνάν(ε) - ξαναπερνούν(ε) | να ξαναπερνάν(ε) - ξαναπερνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξαναπέρασα | θα ξαναπεράσω | να ξαναπεράσω | ξαναπεράσει | ||
β' ενικ. | ξαναπέρασες | θα ξαναπεράσεις | να ξαναπεράσεις | ξαναπέρνα - ξαναπέρασε | ||
γ' ενικ. | ξαναπέρασε | θα ξαναπεράσει | να ξαναπεράσει | |||
α' πληθ. | ξαναπεράσαμε | θα ξαναπεράσουμε | να ξαναπεράσουμε | |||
β' πληθ. | ξαναπεράσατε | θα ξαναπεράσετε | να ξαναπεράσετε | ξαναπεράστε | ||
γ' πληθ. | ξαναπέρασαν ξαναπεράσαν(ε) |
θα ξαναπεράσουν(ε) | να ξαναπεράσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαναπεράσει | είχα ξαναπεράσει | θα έχω ξαναπεράσει | να έχω ξαναπεράσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξαναπεράσει | είχες ξαναπεράσει | θα έχεις ξαναπεράσει | να έχεις ξαναπεράσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξαναπεράσει | είχε ξαναπεράσει | θα έχει ξαναπεράσει | να έχει ξαναπεράσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαναπεράσει | είχαμε ξαναπεράσει | θα έχουμε ξαναπεράσει | να έχουμε ξαναπεράσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξαναπεράσει | είχατε ξαναπεράσει | θα έχετε ξαναπεράσει | να έχετε ξαναπεράσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαναπεράσει | είχαν ξαναπεράσει | θα έχουν ξαναπεράσει | να έχουν ξαναπεράσει |
|