προβιβάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροβιβάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος προβιβάζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προβιβάζομαι | προβιβαζόμουν(α) | θα προβιβάζομαι | να προβιβάζομαι | ||
β' ενικ. | προβιβάζεσαι | προβιβαζόσουν(α) | θα προβιβάζεσαι | να προβιβάζεσαι | (προβιβάζου) | |
γ' ενικ. | προβιβάζεται | προβιβαζόταν(ε) | θα προβιβάζεται | να προβιβάζεται | ||
α' πληθ. | προβιβαζόμαστε | προβιβαζόμαστε προβιβαζόμασταν |
θα προβιβαζόμαστε | να προβιβαζόμαστε | ||
β' πληθ. | προβιβάζεστε | προβιβαζόσαστε προβιβαζόσασταν |
θα προβιβάζεστε | να προβιβάζεστε | (προβιβάζεστε) | |
γ' πληθ. | προβιβάζονται | προβιβάζονταν προβιβαζόντουσαν |
θα προβιβάζονται | να προβιβάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προβιβάστηκα | θα προβιβαστώ | να προβιβαστώ | προβιβαστεί | ||
β' ενικ. | προβιβάστηκες | θα προβιβαστείς | να προβιβαστείς | προβιβάσου | ||
γ' ενικ. | προβιβάστηκε | θα προβιβαστεί | να προβιβαστεί | |||
α' πληθ. | προβιβαστήκαμε | θα προβιβαστούμε | να προβιβαστούμε | |||
β' πληθ. | προβιβαστήκατε | θα προβιβαστείτε | να προβιβαστείτε | προβιβαστείτε | ||
γ' πληθ. | προβιβάστηκαν προβιβαστήκαν(ε) |
θα προβιβαστούν(ε) | να προβιβαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προβιβαστεί | είχα προβιβαστεί | θα έχω προβιβαστεί | να έχω προβιβαστεί | προβιβασμένος | |
β' ενικ. | έχεις προβιβαστεί | είχες προβιβαστεί | θα έχεις προβιβαστεί | να έχεις προβιβαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει προβιβαστεί | είχε προβιβαστεί | θα έχει προβιβαστεί | να έχει προβιβαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προβιβαστεί | είχαμε προβιβαστεί | θα έχουμε προβιβαστεί | να έχουμε προβιβαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε προβιβαστεί | είχατε προβιβαστεί | θα έχετε προβιβαστεί | να έχετε προβιβαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προβιβαστεί | είχαν προβιβαστεί | θα έχουν προβιβαστεί | να έχουν προβιβαστεί |