outperform
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | outperform |
γ΄ ενικό ενεστώτα | outperforms |
αόριστος | outperformed |
παθητική μετοχή | outperformed |
ενεργητική μετοχή | outperforming |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαoutperform (en)
- ξεπερνάω, πετυχαίνω καλύτερα αποτελέσματα από κάποιον ή κάτι
Πηγές
επεξεργασία- outperform - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 606. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξεπερνώ