ενεστώτας outperform
γ΄ ενικό ενεστώτα outperforms
αόριστος outperformed
παθητική μετοχή outperformed
ενεργητική μετοχή outperforming

  Ετυμολογία

επεξεργασία
outperform < out- + perform

outperform (en)

  • ξεπερνάω, πετυχαίνω καλύτερα αποτελέσματα από κάποιον ή κάτι
    ⮡  He outperformed all the other kids in class.
    Ξεπέρασε όλα τα άλλα παιδιά στην τάξη.
    ⮡  The beauty of the scenery outperformed each of our expectations.
    Η ομορφιά του τοπείου ξεπέρασε κάθε προσδοκία μας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exceed