Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπεραιωνόβιος η υπεραιωνόβια το υπεραιωνόβιο
      γενική του υπεραιωνόβιου της υπεραιωνόβιας του υπεραιωνόβιου
    αιτιατική τον υπεραιωνόβιο την υπεραιωνόβια το υπεραιωνόβιο
     κλητική υπεραιωνόβιε υπεραιωνόβια υπεραιωνόβιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπεραιωνόβιοι οι υπεραιωνόβιες τα υπεραιωνόβια
      γενική των υπεραιωνόβιων των υπεραιωνόβιων των υπεραιωνόβιων
    αιτιατική τους υπεραιωνόβιους τις υπεραιωνόβιες τα υπεραιωνόβια
     κλητική υπεραιωνόβιοι υπεραιωνόβιες υπεραιωνόβια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπεραιωνόβιος < υπερ- + αιωνόβιος

  Επίθετο επεξεργασία

υπεραιωνόβιος, -α, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία