επικάλυμμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επικάλυμμα < αρχαία ελληνική ἐπικάλυμμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπικάλυμμα ουδέτερο
- αυτό με το οποίο γίνεται κάποια επικάλυψη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις επικαλύπτω, επί και καλύπτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία επικάλυμμα
|