Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντύμα τα ντύματα
      γενική του ντύματος των ντυμάτων
    αιτιατική το ντύμα τα ντύματα
     κλητική ντύμα ντύματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντύμα < ντύνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντύμα ουδέτερο

  • επένδυση, ιδιαίτερα επένδυση βιβλίου με αδιαφανές αυτοκόλλητο

  Μεταφράσεις επεξεργασία