foldable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfoldable (en)
- πτυσσόμενος, σπαστός, αναδιπλούμενος
- ⮡ foldable chairs - πτυσσόμενες καρέκλες
- ⮡ a table with foldable legs so it can be moved easily - τραπέζι με σπαστά πόδια για να μεταφέρεται εύκολα
- ⮡ a desk lamp with a foldable arm - λάμπα γραφείου με σπαστό βραχίονα