αναδιπλούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναδιπλούμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναδιπλούμενος
Μετοχή
επεξεργασίααναδιπλούμενος, -η, -ο μετοχή παθητικού ενεστώτα (αναδιπλώνομαι) του ρήματος αναδιπλώνω
- που μπορεί να διπλώνει σε δύο ή περισσότερα τμήματα, πτυσσόμενος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αναδιπλούμενος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)