folding
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
folding | foldings |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfolding (en)
- η δίπλωση
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαfolding (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του fold
ενικός | πληθυντικός |
folding | foldings |
folding (en)
folding (en)