Ετυμολογία

επεξεργασία

αναδιπλώνω (παθητική φωνή: αναδιπλώνομαι)

  1. διπλώνω (ξανά)
  2. (στρατιωτικός όρος) υποχωρώ, συμπτύσσω
  3. (μεταφορικά) υποχωρώ

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία