Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναδιπλωμένος η αναδιπλωμένη το αναδιπλωμένο
      γενική του αναδιπλωμένου της αναδιπλωμένης του αναδιπλωμένου
    αιτιατική τον αναδιπλωμένο την αναδιπλωμένη το αναδιπλωμένο
     κλητική αναδιπλωμένε αναδιπλωμένη αναδιπλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναδιπλωμένοι οι αναδιπλωμένες τα αναδιπλωμένα
      γενική των αναδιπλωμένων των αναδιπλωμένων των αναδιπλωμένων
    αιτιατική τους αναδιπλωμένους τις αναδιπλωμένες τα αναδιπλωμένα
     κλητική αναδιπλωμένοι αναδιπλωμένες αναδιπλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναδιπλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναδιπλώνω

  Μετοχή επεξεργασία

αναδιπλωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία