Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπαστός η σπαστή το σπαστό
      γενική του σπαστού της σπαστής του σπαστού
    αιτιατική τον σπαστό τη σπαστή το σπαστό
     κλητική σπαστέ σπαστή σπαστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπαστοί οι σπαστές τα σπαστά
      γενική των σπαστών των σπαστών των σπαστών
    αιτιατική τους σπαστούς τις σπαστές τα σπαστά
     κλητική σπαστοί σπαστές σπαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπαστός < σπάζω + -τός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική broken)

  Επίθετο επεξεργασία

σπαστός, -ή, -ό

  1. που αποτελείται από κομμάτια ή τμήματα που μπορούν ν’ αλλάξουν θέση, να συμπτυχθούν ή αναπτυχθούν αλλά και να επανέλθουν στην αρχική θέση και κατάσταση
  2. (μεταφορικά) που διακόπτεται
     αντώνυμα: συνεχόμενος
  3. κυματιστός
    σπαστά μαλλιά
  4. (μεταφορικά) που δεν μιλιέται καλά και σωστά, όπως χρησιμοποιούν τη γλώσσα οι όσοι την γνωρίζουν εξ απαλών ονύχων

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία