↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοιγοκλειόμενος η ανοιγοκλειόμενη το ανοιγοκλειόμενο
      γενική του ανοιγοκλειόμενου της ανοιγοκλειόμενης του ανοιγοκλειόμενου
    αιτιατική τον ανοιγοκλειόμενο την ανοιγοκλειόμενη το ανοιγοκλειόμενο
     κλητική ανοιγοκλειόμενε ανοιγοκλειόμενη ανοιγοκλειόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοιγοκλειόμενοι οι ανοιγοκλειόμενες τα ανοιγοκλειόμενα
      γενική των ανοιγοκλειόμενων των ανοιγοκλειόμενων των ανοιγοκλειόμενων
    αιτιατική τους ανοιγοκλειόμενους τις ανοιγοκλειόμενες τα ανοιγοκλειόμενα
     κλητική ανοιγοκλειόμενοι ανοιγοκλειόμενες ανοιγοκλειόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία el

επεξεργασία
ανοιγοκλειόμενος < ανοίγ(ω) + -ο- + κλειόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος κλείω (κλείνω) → δείτε τη λέξη ανοιγοκλείνω

ανοιγοκλειόμενος -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία