ανοιγοκλειόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία el
επεξεργασία- ανοιγοκλειόμενος < ανοίγ(ω) + -ο- + κλειόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος κλείω (κλείνω) → δείτε τη λέξη ανοιγοκλείνω
Μετοχή
επεξεργασίαανοιγοκλειόμενος -η, -ο
- που ανοιγοκλείνει, μπορεί να ανοίγει και να κλείνει
- ⮡ ανοιγοκλυόμενες πόρτες, τέντες, σκεπές, ανοιγοκλειόμενο τραπέζι