Ετυμολογία

επεξεργασία
collapsible < collapse + -ible

  Επίθετο

επεξεργασία

collapsible (en)

  • σπαστός
    ⮡  a collapsible cane - σπαστό μπαστούνι

Άλλες γραφές

επεξεργασία