Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

collapsible < collapse + -ible

  Επίθετο επεξεργασία

collapsible (en)

  • σπαστός
    a collapsible cane - σπαστό μπαστούνι

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία