πτυκτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πτυκτός | η | πτυκτή | το | πτυκτό |
γενική | του | πτυκτού | της | πτυκτής | του | πτυκτού |
αιτιατική | τον | πτυκτό | την | πτυκτή | το | πτυκτό |
κλητική | πτυκτέ | πτυκτή | πτυκτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πτυκτοί | οι | πτυκτές | τα | πτυκτά |
γενική | των | πτυκτών | των | πτυκτών | των | πτυκτών |
αιτιατική | τους | πτυκτούς | τις | πτυκτές | τα | πτυκτά |
κλητική | πτυκτοί | πτυκτές | πτυκτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πτυκτός < αρχαία ελληνική πτυκτός[1] < πτύσσω
Επίθετο
επεξεργασίαπτυκτός -ή, -όν
- ο πτυσσόμενος, αυτός που διπλώνεται, για να μην πιάνει χώρο, και ξεδιπλώνεται, για να χρησιμοποιηθεί
Συγγενικά
επεξεργασία- αδιάπτυκτος
- ανανάπτυκτος
- ασύμπτυκτα
- ασύμπτυκτος
- ημιανάπτυκτος
- πτυκτά
- υπανάπτυκτος / υποανάπτυκτος
- → δείτε τη λέξη πτύσσω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ πτυκτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.