Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μονοτονία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Συγγενικά
1.3.3
Δείτε επίσης
1.3.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μονοτονί
α
οι
μονοτονί
ες
γενική
της
μονοτονί
ας
των
μονοτονι
ών
αιτιατική
τη
μονοτονί
α
τις
μονοτονί
ες
κλητική
μονοτονί
α
μονοτονί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μονοτονία
<
ελληνιστική κοινή
μονοτονία
((
σημασιολογικό δάνειο
)
γαλλική
monotonie
)
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
mo.no.toˈni.a
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μονοτονία
θηλυκό
η
ανιαρή
επανάληψη
των ίδιων
πραγμάτων
,
γεγονότων
,
συμβάντων
κ.λπ.
(
μουσική
) η
χρήση
ενός
τόνου
Συνώνυμα
επεξεργασία
ρουτίνα
Συγγενικά
επεξεργασία
μονότονος
→
δείτε
τις λέξεις
μόνος
,
τόνος
και
τείνω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
στερεοτυπία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μονοτονία
αγγλικά
:
monotony
(en)
γαλλικά
:
monotonie
(fr)
πολωνικά
:
monotonność
(pl)
,
monotonia
(pl)