μονοτονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μονοτονία < ελληνιστική κοινή μονοτονία ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική monotonie)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mo.no.toˈni.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μονοτονία θηλυκό