δραπέτευσις
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δραπέτευσις < δραπετεύ(ω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δραπέτευσις θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη δραπετεύω
Πηγές
επεξεργασία
- δραπέτευσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)