δραματολόγιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δραματολόγιο < δραματο(ς) + -λόγιο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δραματολόγιο ουδέτερο
- σύνολο δραματικών έργων που ανεβάστηκαν από ένα θίασο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δραματολόγιο