πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χορευταρού οι χορευταρούδες
      γενική της χορευταρούς των χορευταρούδων
    αιτιατική τη χορευταρού τις χορευταρούδες
     κλητική χορευταρού χορευταρούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
χορευταρού < χορευταρ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χορευταρού θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χορευταράς

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία