Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χορευταρού οι χορευταρούδες
      γενική της χορευταρούς των χορευταρούδων
    αιτιατική τη χορευταρού τις χορευταρούδες
     κλητική χορευταρού χορευταρούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χορευταρού < χορευταρ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xo.ɾe.ftaˈɾu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χο‐ρευ‐τα‐ρού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χορευταρού θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χορευταράς

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

χορευταρού