dancer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dancer | dancers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdancer (en)
- ο χορευτής
- ⮡ The dancers swayed to the rhythm of the soft music.
- Οι χορευτές λικνίζονταν στο ρυθμό της απαλής μουσικής.
- ⮡ The dancers swayed to the rhythm of the soft music.