Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀνάβασῐς αἱ ἀναβάσεις
      γενική τῆς ἀναβάσεως τῶν ἀναβάσεων
      δοτική τῇ ἀναβάσει ταῖς ἀναβάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀνάβασῐν τὰς ἀναβάσεις
     κλητική ! ἀνάβασῐ ἀναβάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀναβάσει
γεν-δοτ τοῖν  ἀναβασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνάβασις < ἀναβαίνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀνάβασις θηλυκό ( & επικός τύποςἄμβασις)

  1. εκστρατεία στο εσωτερικό
    Κύρου ἀνάβασις
  2. ανάβαση, ανέβασμα, σε πύργο, σε βουνό, σκαρφάλωμα
  3. ανάβαση σε άλογο
  4. ανύψωση, εξύψωση στον ουρανό
  5. ανύψωση της στάθμης υδάτων ποταμού
  6. ανέβασμα σκάλας (ελληνιστική έννοια)
  7. επιδείνωση πριν από κρίση για αρρώστιες (ελληνιστικό)
  8. η πρόοδος των αριθμών (ελληνιστικό)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία