εν δυνάμει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εν δυνάμει < (καθαρεύουσα ) ἐν, δυνάμει (δοτική ενικού του δύναμις) → δείτε τις λέξεις εν και δύναμη (δυνατότητα) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
επεξεργασίαεν δυνάμει
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εν δυνάμει