↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυνητικός η δυνητική το δυνητικό
      γενική του δυνητικού της δυνητικής του δυνητικού
    αιτιατική τον δυνητικό τη δυνητική το δυνητικό
     κλητική δυνητικέ δυνητική δυνητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυνητικοί οι δυνητικές τα δυνητικά
      γενική των δυνητικών των δυνητικών των δυνητικών
    αιτιατική τους δυνητικούς τις δυνητικές τα δυνητικά
     κλητική δυνητικοί δυνητικές δυνητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυνητικός < (ελληνιστική κοινή) δυνητικός < αρχαία ελληνική δύναμαι

  Επίθετο

επεξεργασία

δυνητικός, -ή, -ό

  1. που είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί ή να συμβεί, πιθανός, ενδεχόμενος, ο εφικτός υπό προϋποθέσεις ή απλή τυχαιότητα
  2. (νομικός όρος) που τίθεται σε εφαρμογή υπό προϋποθέσεις
    δυνητική ρήτρα
  3. (γραμματική) που θα μπορούσε να συμβεί
    δυνητική οριστική / ευκτική

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία