δυνητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δυνητικός < (ελληνιστική κοινή) δυνητικός < αρχαία ελληνική δύναμαι
Επίθετο
επεξεργασία
δυνητικός, -ή, -ό
- που είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί ή να συμβεί, πιθανός, ενδεχόμενος, ο εφικτός υπό προϋποθέσεις ή απλή τυχαιότητα
- (νομικός όρος) που τίθεται σε εφαρμογή υπό προϋποθέσεις
- δυνητική ρήτρα
- (γραμματική) που θα μπορούσε να συμβεί