↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυνητικότητα οι δυνητικότητες
      γενική της δυνητικότητας των δυνητικοτήτων
    αιτιατική τη δυνητικότητα τις δυνητικότητες
     κλητική δυνητικότητα δυνητικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά


  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυνητικότητα < δυνητικ(ός) + (λόγιο) -ότης > -ότητα[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δυνητικότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία