potentialité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
potentialité | potentialités |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpotentialité (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη potentiel
ενικός | πληθυντικός |
potentialité | potentialités |
potentialité (fr) θηλυκό