δυνητικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαδυνητικά < δυνητικός
Επίρρημα
επεξεργασίαδυνητικά
- (φιλοσοφία) για κάτι εν δυνάμει υπαρκτό
- (καθομιλουμένη) για το δυνατό να συμβεί
Σημειώσεις
επεξεργασίαΣτη σχολαστική φιλοσοφία το δυνητικό είναι αυτό που υπάρχει εν δυνάμει και όχι εν ενεργεία. «Το δέντρο είναι δυνητικά παρόν μέσα στο σπόρο». Μιλώντας με φιλοσοφική αυστηρότητα, το δυνητικό δεν αντιπαρατίθεται στο πραγματικό, αλλά στο εν ενεργεία υπαρκτό.
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυνητικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδυνητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δυνητικό