Ετυμολογία

επεξεργασία
briskness < brisk + -ness

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

briskness (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ζωηρότητα
    ⮡  His movements, his look, and the way he spoke had an impressive briskness for his age.
    Οι κινήσεις του, το βλέμμα του και ο τρόπος που μιλούσε είχαν μια ζωηρότητα εντυπωσιακή για την ηλικία του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness