- vivacity < vivacious + -ity
vivacity (en) (μη μετρήσιμο)
- η ζωηρότητα, να έχω ζωή και ενέργεια
- ⮡ His movements, his look, and the way he spoke had an impressive vivacity for his age.
- Οι κινήσεις του, το βλέμμα του και ο τρόπος που μιλούσε είχαν μια ζωηρότητα εντυπωσιακή για την ηλικία του.
- ⮡ The vivacity of the colors of a painting.
- H ζωηρότητα των χρωμάτων μιας ζωγραφικής παράστασης.
- ⮡ His presence gave a bit of vivacity to the house.
- Η παρουσία του έδωσε λίγη ζωή στο σπίτι.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness