ὄρεξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὄρεξῐς | αἱ | ὀρέξεις |
γενική | τῆς | ὀρέξεως | τῶν | ὀρέξεων |
δοτική | τῇ | ὀρέξει | ταῖς | ὀρέξεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ὄρεξῐν | τὰς | ὀρέξεις |
κλητική ὦ! | ὄρεξῐ | ὀρέξεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀρέξει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀρεξέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὄρεξις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὄρεξις, -εως θηλυκό
- επιθυμία, όρεξη για φαγητό
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς, 2.3 @scaife.perseus
- τῶν ζῴων τοῖς ἔχουσιν ἁφὴν καὶ ὄρεξις ὑπάρχει.
- τα ζώα, που έχουν αφή, έχουν και όρεξη.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- τῶν ζῴων τοῖς ἔχουσιν ἁφὴν καὶ ὄρεξις ὑπάρχει.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς, 2.3 @scaife.perseus
- (μεταφορικά) επιθυμία, πόθος για κάτι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας Δημόκριτος, Απόσπασμα, 284, [69 N.] — — 24. 25, @scaife.perseus
- ἣν μὴ πολλῶν ἐπιθυμέῃς, τὰ ὀλίγα τοι πολλὰ δόξει· σμικρὰ γὰρ ὄρεξις πενίην ἰσοσθενέα πλούτῳ ποιέει.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας Δημόκριτος, Απόσπασμα, 219, [70 N.] — — 43, @scaife.perseus
- χρημάτων ὄρεξις, ἢν μὴ ὁρίζηται κόρῳ, πενίης ἐσχάτης πολλὸν χαλεπωτέρη· μέζονες γὰρ ὀρέξεις μέζονας ἐνδείας ποιεῦσιν.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 9, 1166b (1166b-1167a)
- ἀλλ᾽ οὐδὲ φίλησίς ἐστιν. οὐ γὰρ ἔχει διάτασιν οὐδ᾽ ὄρεξιν, τῇ φιλήσει δὲ ταῦτ᾽ ἀκολουθεῖ· καὶ ἡ μὲν φίλησις μετὰ συνηθείας, ἡ δ᾽ εὔνοια καὶ ἐκ προσπαίου, οἷον καὶ περὶ τοὺς ἀγωνιστὰς [1167a] συμβαίνει·
- Ούτε όμως και αγάπη είναι, για τον λόγο ότι δεν έχει ούτε εκείνη την ένταση ούτε εκείνη την τόσο μεγάλη επιθυμία που συνοδεύουν την αγάπη. Η αγάπη, εξάλλου, προϋποθέτει συναναστροφή και γνωριμία, ενώ η ευνοϊκή διάθεση μπορεί να γεννηθεί και ξαφνικά, όπως συμβαίνει π.χ. με τους αθλητές στον στίβο
- Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ οὐδὲ φίλησίς ἐστιν. οὐ γὰρ ἔχει διάτασιν οὐδ᾽ ὄρεξιν, τῇ φιλήσει δὲ ταῦτ᾽ ἀκολουθεῖ· καὶ ἡ μὲν φίλησις μετὰ συνηθείας, ἡ δ᾽ εὔνοια καὶ ἐκ προσπαίου, οἷον καὶ περὶ τοὺς ἀγωνιστὰς [1167a] συμβαίνει·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ῥητορική, 1, 1370a
- καὶ οὗ ἂν ἡ ἐπιθυμία ἐνῇ, ἅπαν ἡδύ· ἡ γὰρ ἐπιθυμία τοῦ ἡδέος ἐστὶν ὄρεξις. τῶν δὲ ἐπιθυμιῶν αἱ μὲν ἄλογοί εἰσιν αἱ δὲ μετὰ λόγου.
- Καθετί για το οποίο έχουμε μέσα μας επιθυμία είναι ευχάριστο· η επιθυμία είναι, πράγματι, πόθος για το ευχάριστο. Από τις επιθυμίες, τώρα, άλλες σχετίζονται με το άλογο μέρος της ψυχής μας και άλλες με το λογικό της μέρος.
- Μετάφραση (2002, 2004): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- καὶ οὗ ἂν ἡ ἐπιθυμία ἐνῇ, ἅπαν ἡδύ· ἡ γὰρ ἐπιθυμία τοῦ ἡδέος ἐστὶν ὄρεξις. τῶν δὲ ἐπιθυμιῶν αἱ μὲν ἄλογοί εἰσιν αἱ δὲ μετὰ λόγου.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας Δημόκριτος, Απόσπασμα, 284, [69 N.] — — 24. 25, @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ὀρέγω
Πηγές
επεξεργασία- ὄρεξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄρεξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.