ardeo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ardeo | ardeoj |
αιτιατική | ardeon | ardeojn |
ardeo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ardeo | ardeoj |
αιτιατική | ardeon | ardeojn |
ardeo (eo)