ardour < (κληρονομημένο) μέση αγγλική ardour, ardowr, ardure < παλαιά γαλλική ardour < λατινική ardor < ārdeō (καίω)[1]
- ΔΦΑ : /ˈɑːdə/ & /ˈɑː(ɹ)də(ɹ)/ (ΗΒ)
- ΔΦΑ : /ˈɑːɹdəɹ/ (ΗΠΑ)
- ⓘ ήχος (ΗΠΑ) (βοήθεια·αρχείο)
- ⓘ ήχος: προφορά Αυσταλίας (βοήθεια·αρχείο)
ardour (en) (βρετανικό)
- ζήλος, πάθος, θέρμη
- ⮡ He's such a good public speaker, that his ardour is contagious.
- Είναι τόσο καλός ομιλητής, ώστε ο ζήλος του να είναι μεταδοτικός.
- ≈ συνώνυμα: fervor, passion, intensity, enthusiasm, zeal
- έντονη ζέστη
- ardor (αμερικανική γραφή)
- ↑ ardour - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)