weightlifting
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαweightlifting (en) (μη μετρήσιμο)
- (αθλητισμός) η άρση βαρών
- ⮡ Weightlifting is one of the greatest skills-based athletic activities that one can do.
- Η άρση βαρών είναι μία από τις υψηλότερες αθλητικές δραστηριότητες βασισμένες σε δεξιότητες που μπορεί να κάνει κανείς.
- ⮡ Weightlifting is one of the greatest skills-based athletic activities that one can do.