πέραση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πέραση | οι | πέρασες |
γενική | της | πέρασης | — | |
αιτιατική | την | πέραση | τις | πέρασες |
κλητική | πέραση | πέρασες | ||
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpe.ɾa.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέ‐ρα‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέραση θηλυκό
- το να έχεις επιτυχίες στην γνώμη των άλλων, το να "κερδίζεις" (να σχηματίζουν θετική - καλή γνώμη για σένα) τους άλλους
- το να αρέσεις
- το να είσαι αποδεκτός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ πέραση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας