βαρύγδουπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαρύγδουπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαρύγδουπος. Συγχρονικά ανλύεται σε βαρύ- + γδούπ(ος) + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαβαρύγδουπος, -η, -ο
- αυτός που προκαλεί κρότο, ο βροντερός
- (μεταφορικά) που προκαλεί εντύπωση
- οι βαρύγδουπες δηλώσεις των πολιτικών
Δείτε επίσης
επεξεργασία- βαρύδουπος (ελληνιστική, μεσαιωνική άλλη μορφή)
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαρύγδουπος
|