βαρύτιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαρύτιμος < ελληνιστική κοινή βαρύτιμος (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική βαρύτιμος
Επίθετο
επεξεργασίαβαρύτιμος
- που έχει υψηλή τιμή ή μεγάλη αξία (χρησιμοποιείται συνήθως για πολύτιμα αντικείμενα)
- βαρύτιμο έπαθλο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βαρύτιμος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβᾰρῠ́τῑμος
- που τιμωρεί βαριά
- (ελληνιστική κοινή) πολύτιμος, που έχει μεγάλη αξία