βαρύτιμος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βαρύτιμος < ελληνιστική κοινή βαρύτιμος (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική βαρύτιμος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
βαρύτιμος
- που έχει υψηλή τιμή ή μεγάλη αξία (χρησιμοποιείται συνήθως για πολύτιμα αντικείμενα)
- βαρύτιμο έπαθλο
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βαρύτιμος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ βαρύτιμος | τὸ βαρύτιμον | οἱ, αἱ βαρύτιμοι | τὰ βαρύτιμα |
Γενική | τοῦ, τῆς βαρυτίμου | τοῦ βαρυτίμου | τῶν βαρυτίμων | τῶν βαρυτίμων |
Δοτική | τῷ, τῇ βαρυτίμῳ | τῷ βαρυτίμῳ | τοῖς, ταῖς βαρυτίμοις | τοῖς βαρυτίμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν βαρύτιμον | τὸ βαρύτιμον | τοὺς, τὰς βαρυτίμους | τὰ βαρύτιμα |
Κλητική | βαρύτιμε | βαρύτιμον | βαρύτιμοι | βαρύτιμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | βαρυτίμω | |||
Γενική-Δοτική | βαρυτίμοιν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
βᾰρῠ́τῑμος
- που τιμωρεί βαριά
- (ελληνιστική κοινή) πολύτιμος, που έχει μεγάλη αξία